- ιατρόσημο
- τοειδικό χαρτόσημο στις συνταγές και στα ιατρικά πιστοποιητικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιατρόσημο — το ένσημο που επικολλάται σε ιατρικές συνταγές και εκθέσεις καθώς και σε πιστοποιητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + σημο (< σήμα), πρβλ. έν σημο, χαρτό σημο] … Dictionary of Greek
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek